Βράδυ της 9ης Νοεμβρίου του 2007. Είμαι στα Πετράλωνα και προσπαθώ να σώσω μια από τις πρώτες τότε σχέσεις μου που είχε όμως τελειώσει αν και ήταν από τις καλές. Έφυγα χωρίς τελικά να καταφέρω και πολλά.
Περπάτησα μέχρι το ντιβιντάδικο που δούλευα τότε στην Αγίων Πάντων στην Καλλιθέα. Στο μαγαζί ήταν η Γεωργία, με την οποία δουλεύαμε το μαγαζί με βάρδιες εναλλάξ. Ήταν αφεντικό μου, την επιχείριση της την είχε πάρει ο μπαμπάς της, αλλά τα λέγαμε και γενικότερα. Πήγα λοιπόν να κάτσω λίγο στο μαγαζί γιατί δεν ήθελα να με δει με κλαμένα μάτια η μάνα μου. Με είχε δει ήδη κάνα δυο φορές να κλαίω εκείνες τις μέρες και είχε ανησυχήσει. Σπάνια κλαίω μπροστά σε άλλους, ειδικά τότε, λιοντάρι γαρ. Πήγα λοιπόν στο μαγαζί που ήταν κοντά και η Γεωργία ήξερε πλέον τα της τότε σχέσης μου.
Στο μαγαζί λοιπόν ήταν η Γεωργία και δίπλα της, στο καναπεδάκι που καθόμασταν από μέσα, ήταν κι ένα κουτάβι. Μου είπε ότι το βρήκανε μαζί με τα αδερφάκια του πεταμένα σε μια κούτα. Έκατσα δίπλα στο κουτάβι, ήρθε κι αυτό σε μένα και κάτι μου έκανε κλικ. Της είπα λοιπόν ότι το θέλω αυτό το σκυλί, αλλά η Γεωργία μου είπε ότι αυτό το κουτάβι το είχε τάξει σε κάποια κοπέλα. Το μόνο από τα 5 αδερφάκια που δεν είχαν συμφωνήσει ακόμα να το δώσουν κάπου, ήταν ένα κοριτσάκι το οποίο είχαν στο απέναντι μαγαζί με τα χαρτικά το οποίο ήταν κλειστό τέτοια ώρα. Οπότε, αν το ήθελα, να πήγαινα την επόμενη μέρα που θα δούλευα και νωρίς. Εγώ είπα ότι αυτό μου έκανε κλικ τώρα και αυτό ήθελα και όχι το άλλο απέναντι, αλλά οσο και αν προσπάθησα να πείσω την Γεωργία αυτή ήταν ανένδοτη.
Έφυγα λοιπόν και την άλλη μέρα επέστρεψα στο μαγαζί κατά τις 10 το πρωί για δουλειά. 10 Νοεμβρίου, 12 χρόνια πριν. Κάποια στιγμή λοιπόν, έρχεται στην πορτα ο απέναντι κύριος που είχε το μαγαζί με τα χαρτικά και με προέτρεπε να πάω απέναντι στο μαγαζί του για να δω τι έχει εκεί. Του είπα ότι ξέρω τι έχει και ότι δεν ενδιαφέρομαι. Αυτή η ιστορία λοιπόν θα μπορούσε να τελειώσει εκεί. Και αν είχε τελειώσει εκεί, σήμερα ίσως και να μην ζούσα για να σας γράφω.
Γιατί το πλασματάκι που ήταν απέναντι και θα συναντούσα σε λίγο, ανάμεσα σε πολλά και διάφορα άλλα που έπαιξε ρόλο στο μέλλον, έμελλε να με κρατήσει και ζωντανό σε πολλές πολύ άσχημες καταστάσεις που θα ερχόντουσαν μελλοντικά στη ζωή μου από τότε έως σήμερα…
Πήγα λοιπόν απέναντι και μου έδειξε το κουταβάκι. Μου είπε ότι το πήγαν σε κτηνίατρο και τους είπε ότι μάλλον είναι λαμπραντόρ ή golden retriever και ότι είναι περίπου 2 μηνών. Μου είπε ότι ήταν το πιο μικρό και το μόνο θηλυκό ή ένα από τα δύο θηλυκά, δε θυμάμαι καλά. Του είπα ότι δεν θέλω θηλυκό σκυλί και μου είπε ότι αυτά είναι πιο πιστά στο αφεντικό τους, προσπαθώντας να με πείσει. Του είπα και ότι θα γεμίζει το σπίτι περίοδο, άσχετος εγώ τότε. Του έλεγα διάφορα, δεν ήθελα να μπω σε αυτή τη διαδικασία να έχω ξαφνικά σκυλί. Σκέφτηκα και τη μάνα μου. Περίπου τρία χρόνια πριν από τότε, μου είχε κάνει δώρο κάποιος ένα shar-pei. Άλλη ιστορία εκείνο το σκυλί, αλλά ιστορία σύντομη, γιατί αυτός που μου το είχε κάνει δώρο τελικά αργότερα μου το έκλεψε. Anyway, complicated φάση αλλά το θέμα είναι ότι στους λίγους μήνες που αυτό το σκυλί ήταν σπίτι μου οι εξετάσεις της άρρωστης μάνας μου έδειχναν αν είναι καλύτερα. Σκέφτηκα λοιπόν κι αυτά τότε που ο τέτοιος προσπαθούσε με διάφορα που μου έλεγε να μου δώσει την κουταβίνα. Του είπα ότι δεν ξέρω αν θα το δεχτεί η μάνα μου και είπε ότι θα με βοηθήσει να την πείσουμε μαζί.
Παίρνω λοιπόν την κουταβίνα μαζι μου απέναντι στο ντιβιντάδικο και τηλεφωνώ στη μητέρα μου. Της είπα ότι θέλω να έρθει να φύγουμε μαζί σε λίγη ώρα που σχολάω και ότι της έχω μια έκπληξη. Ήταν αδύναμη πλέον από τους πολλούς κύκλους χημειοθεραπειών. Πήρε όμως μέτρο η κακομοίρα και ηλεκτρικό, περπάτησε και την Αγίων Πάντων η ταλαίπωρη και έφθασε στη δουλειά μου. Με το που την βλέπω στην τζαμόπορτα, σηκώνομαι όρθιος μέσα από τον πάγκο με την μικρή στα χέρια. Δεν θυμάμαι και πολλά από αυτά που σας έχω γράψει μέχρι τώρα για εκείνη τη μέρα, έχουν ξεθωριάσει οι εικόνες στο νου μου αλλά θυμάμαι τη μαμά μου σε εκείνη τη στιγμή: “Α όχι, όχι”. Έρχεται και ο απέναντι γιατί του είχα πει μόλις δει να φθάνει η μάνα μου στο μαγαζί να έρθει κι αυτός για να την πείσουμε μαζί γιατί σε μένα μάλλον θα έλεγε όχι. Ο τύπος από απέναντι τα κατάφερε μια χαρά. Και γενικά ήταν ωραίος τύπος σαν άνθρωπος αν θυμάμαι καλά. Εγώ λοιπόν δεν θυμάμαι τι έλεγα στη μάνα μου για να την πείσω αλλά θυμάμαι ότι όταν μου είπε ότι δεν θέλει να ξαναπεράσει την στεναχώρια που πέρασε πριν τρία χρονια όταν εκείνος ο ….. που μου ειχε χαρίσει το άλλο σκυλάκι τελικά μας το ξαναπήρε με ύπουλο τρόπο για να εκδικηθεί κατά κάποιο τρόπο εμένα, της απάντησα ότι αυτό το σκυλάκι δεν θα μας το πάρει κανένας γιατί αυτό θα είναι δικό μας και μόνο δικό μας. Μετά από λίγο λοιπόν πείστηκε.
Αν και νομίζω ότι ούτως ή άλλως το συμπάθησε από την αρχή αυτό το κουτάβι. Έτσι λοιπόν, έβγαλε το κασκόλ που φορούσε, βάλαμε το σκυλάκι να κάτσει πάνω, βγάλαμε και την πρώτη του φωτογραφία με το Nokia 6630 που είχα τότε. Όταν ήρθε η Γεωργία, εγώ και η μάμα μου και η κουταβίτσα πήγαμε προς τον ηλεκτρικό. Ταύρος-Ομονοια και μέτρο προς Μεταξουργείο ήταν η διαδρομή για την επιστροφή από τη δουλειά μου τότε. Έβαλα λοιπόν τη μικρούλα μέσα στο μπουφάν μου και μπήκαμε στον ηλεκτρικό του Ταύρου. Κάποιοι στο βαγόνι την είχαν δει και χαμογελούσαν αλλά εγώ δεν ήθελα να με καταλάβει κάποιος ότι έχω σκυλί στο μπουφάν μου και μου κάνει παρατήρηση που το έβαλα στο τρένο. Είπα λοιπόν στη μάνα μου να συνεχίσει κι εγώ κατέβηκα στο Θησείο για να πάω περπατώντας μέχρι το σπίτι μας στο Μεταξουργείο. Χαζομάρα μου ίσως, αλλά έτσι σκέφτηκα τότε. Μετά από χρόνια, η μικρή πλέον έχει μπει όχι απλά σε μετρό και ηλεκτρικό πολλάκις, αλλά έχουμε βολτάρει κι έχουμε ταξιδέψει μέχρι και με πλοία αλλά και με αεροπλάνο πριν 3 χρόνια για να έρθουμε στην Κύπρο όπου ζούμε τώρα. Στον δρόμο λοιπόν τότε από Θησείο προς Μεταξουργείο μας έπιασε και λίγο βροχή, αλλά η μικρούλα ήταν μέσα στο μπουφάν μου. Δίπλα από το σπίτι μου υπήρχε κι ένας Βερόπουλος-Spar, το σουπερμάρκετ στο οποίο ψωνίζαμε τότε. Περνώντας λοιπόν από εκεί, πήρα μια κούτα από γάλατα Νουνού το οποίο έγινε το πρώτο κρεβατάκι της μικρής. Και μετά από λίγο ήμασταν σπίτι.
Στο σπίτι με τις τόσες αναμνήσεις, στο Μεταξουργείο, στη Βιργινίας Μπενάκη, στον τέταρτο όροφο. Κάτι που είπα στη μάνα μου τότε ήταν ότι έπρεπε να αποφασίσει από την αρχή αν η σκυλίτσα θα κοιμάται κάτω ή πάνω στο κρεβάτι γιατί το προηγούμενο σκυλάκι μία το άφηνε μία δεν το άφηνε να κοιμάται στο κρεβάτι. Μου είπε ότι αυτό θα κοιμάται κάτω. Αλλά τελικά δεν άργησε και πολύ η μάνα μου να την ανεβάσει στο κρεβάτι και να κοιμάται μαζί μας.
Για τα επόμενα 2 χρόνια. Σε εκείνο το κρεβάτι, 2 χρόνια μετά, η μητέρα μου άφησε την τελευταία της πνοή στην αγκαλιά μου και με την Γκλόντι δίπλα μας.
Εγώ ακόμα κοιμάμαι πάντα μαζί με την Γκόλντι. Η μάνα μου μπερδευόταν και την έλεγε Γκλόντι. Είχα κάνει αρκετές μέρες να της βρώ όνομα, αλλά τελικά βρήκα σκεπτόμενος το χρώμα της και την ράτσα που υποτίθεται ότι μάλλον ήταν και το κάτουρο που έριχνε παντού. Και το όνομα λοιπόν αυτής: Goldie. Χρυσή.
12 χρόνια στο πλάι μου…
Σπύρος