Ήταν μια δύσκολη μέρα στη δουλειά και ανυπομονούσα να σχολάσω, να πάω σπίτι, να βγάλω βόλτα τον Μπάμπη μου (το πρώτο και μοναδικό σκυλάκι μου) και να ξαπλώσω.
Στο σχόλασμα μίλησα στο τηλέφωνο με τον Παναγιώτη Μήλα και συζητάγαμε για το πόσο δύσκολο είναι να βρεθεί φιλοξενία για ένα πλασματάκι που είχε βρει στον δρόμο, στη Βεΐκου.
Θυμάμαι με πόσο δισταγμό τον ρώτησα “Παναγιώτη, να την πάρω εγώ;” και μου απάντησε με μια ανακούφιση στη φωνή του, οτι δε θα μπορούσε να σκεφτεί καλύτερη φιλοξενία και πως θα είχα τη βοήθεια του. Χάρηκα που με εμπιστεύτηκε και ξεκινήσαμε τις διαδικασίες να μου την φέρουν σπίτι.
Η χαρά μου δεν περιγράφετε! Ξαφνικά ενιωθα ξεκούραστη, ήθελα να φτάσω γρήγορα σπίτι να το φτιάξω, να πάρω κονσερβούλες και πιο πολλές λιχουδιές.
Όταν μπήκα σπίτι, έψαχνα ποιο σημείο θα τη βόλευε να κοιμάται! Αναρωτιόμουν τι θα κάνει ο Μπάμπης! Αν γαβγίζει συνέχεια; Αν μαλώσουν, όταν λείπω; Αλλά ταυτόχρονα σκεφτόμουν πόσο ωραία θα είναι να νιώθει ασφάλεια αυτό το αδεσποτάκι και να του βρούμε ένα νέο σπίτι ή τον ιδιοκτήτη του.
Τα μεσάνυχτα κτύπησε το κουδούνι μου… Κόντεψε να σπάσει η καρδιά μου, που θα έβλεπα από κοντά ένα σκυλάκι που από τύχη δεν το κτύπησε κάποιο αυτοκίνητο. Μόλις άκουσα το ασανσέρ, άνοιξα την πόρτα και μπήκε μέσα ένα πλασματάκι πολύ αδύνατο και χοροπηδηκτό. Έψαχνε τα πάντα. Εννοείται ότι έκανε την ανάγκη της μόλις μπήκε στο δωμάτιο, αλλά δεν με ένοιαξε.
Την χαϊδεψα και μουρμούριζα, τώρα είσαι ασφαλής, θα φάμε πολύ και θα κοιμηθούμε στα δροσερά (γιατί είχε 40 βαθμούς έξω, πολλή ζέστη).
Ο Παναγιώτης της είχε βρει ήδη όνομα, την φώναζε “Μουτζούρα” και φυσικά το κράτησα.
Όταν πήγαμε να δούμε αν έχει τσιπάκι με τα στοιχεία του ιδιοκτήτη η κτηνίατρος μας απάντησε: “Ναι, έχει τσιπάκι”. Το αίμα μου πάγωσε – ταυτόχρονα- από χαρά, γιατί μάλλον κάποιος την έχασε, αλλά και από λύπη γιατί θα την έδινα. Και τα πήγαινε τόσο καλά με τον Μπάμπη στο σπίτι…. Και η κτηνίατρος συνέχισε: “ Είναι τσιπαρισμένο στον Δήμο, είναι περίπου 7 χρόνων και επανεντάχθηκε στις 10 Αυγούστου στο Γαλάτσι” . Ήθελα τόσο πολύ να πω πως τώρα μπορώ να την κρατήσω εγώ, αλλά δεν το είπα δυνατά. Φοβήθηκα….πώς θα τα έβγαζα πέρα; Διπλές υποχρεώσεις; Είμαι εγώ για τέτοια τώρα;
Οι μέρες περνούσαν επεισοδιακά.
Κάθε μέρα έκανε κάτι που μου έφτιαχνε τη μέρα. Άνοιγε ντουλάπια, άνοιγε συρτάρια που εγώ τα ανοίγω με τα δύο μου χέρια, έτρωγε τις καραμέλες από το τραπέζι και έδινε και στον Μπάμπη να φάει. Όλα αυτά, τις ώρες που έλειπα για δουλειά. Ανυπομονούσα να γυρίσω σπίτι να δω τι έκανε πάλι.
Είχε μάθει και πρώτα ξεκινούσε την εξερεύνηση της από τον πάγκο της κουζίνας. Ο καιρός περνούσε και… αγγελία για άλλη φιλοξενία δεν ανέβηκε ποτέ… Ούτε για υιοθεσία…!
Στα γενέθλιά μου ήξερα ποιο θα ήταν το δώρο μου! Να γίνουμε τρεις.
Έχει περάσει ήδη ένας χρόνος και σκέφτομαι γιατί να μην είχες έρθει πιο νωρίς στην ζωή μας.
Δεν θέλω να σου πω “σ’ αγαπώ” γιατί είναι τόσο λίγο…
Θέλω απλά να σε πάρω μια αγκαλιά και να κρυφτείς μέσα σ αυτή, όπως κάνεις πάντα. Για πάντα!
Κατερίνα