Έφτασε και η δική μου ώρα για να σας παραθέσω την δική μου ιστορία – συμβάν που έμελλε να παίξει ρόλο σε μεγάλο βαθμό για κάποια χρόνια στην πορεία της ζωής μου. Αλλά θεωρώ σωστό πρώτα να αναφερθώ στα άτομα τα οποία απευθύνω τη δική μου ιστορία ζωής, είναι κάτι που το συνηθίζω κάθε φορά που αλληλογραφώ ή επικοινωνώ με έντυπο τρόπο με ανθρώπους και συνανθρώπους μου αγαπημένους.
Καταρχήν θα ήθελα να ευχαριστήσω ιεραρχικά μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου τον αγαπημένο μου τυπάρα, αδελφό, φίλο, προστάτη, Παναγιώτη Μήλα. Να ευχαριστήσω επίσης τη γλυκυτάτη μου και πανέμορφη μου Φανή Συντάκη. Την πολύ αγαπητή και γλυκυτάτη μου Κατερίνα. Επίσης να ευχαριστήσω κάποια άτομα – τυπάρες που μέσω του τσατ ήρθαμε λιγάκι περισσότερο κοντά και αναφέρομαι στον ξεχωριστό φίλο και αδελφό και τυπάρα μου Alexandros Tsekouras, στη γλυκιά μου Νικόλ (Nikol D), στον καλό μου φίλο και αδελφό Old Man Alex, στον καλό φίλο Greg Spyridakis, τον συμπαθέστατο Μπαμπίνο (Frutotrela), τη γλυκυτάτη μου Αλεχία Ανώνυμη, στον ξεχωριστό μου και αγαπημένο μου Barry the legend, στον καλό φίλο και τυπάρα Ο Ηγέτης, στον πολύ καλό φίλο και τυπάρα μου The CHRISLUKAS project, τον πολύ καλό φίλο και τυπάρα μου Spawn, το καλό μας κοριτσάκι Event Girl, τον πολύ καλό φίλο και τυπάρα μου Νίκος Άρτεμις, τον καλό φίλο και τυπάρα μου Κώστας Αγαπίου, τον καλό φίλο και τυπάρα Παναγιώτης Μπλέτσιος, τον καλό φίλο και τυπάρα Μάριος Π. , τον καλό φίλο και τυπάρα George Savva, το γλυκό μου κοριτσάκι και καλλιτέχνης Mary Gk, και όλες τις τυπάρες μου και τον καθένα σας ξεχωριστά. Συγγνώμη σας αγαπώ όλους σας φίλοι μου,αλλά δυστυχώς δεν μπορώ όπως είναι φυσιολογικό να σας θυμάμαι όλους απ’ έξω.
Και νομίζω πως κάπου εδώ, θα πρέπει να ξεκινήσω αυτό το οδοιπορικό ζωής μου, που σας υποσχέθηκα και ελπίζω έστω και λίγο να σας αγγίξει και να σας δώσει τα σωστά ερεθίσματα έτσι ώστε αν κάποιος / κάποια βρεθεί στην ίδια θέση με μένα, να θυμηθεί τις πράξεις μου και τις σκέψεις και ίσως τον βοηθήσουν σε κάτι.
Εγώ καλοί μου φίλοι είμαι 41 ετών και γεννήθηκα από Σερραίους γονείς στην πόλη της Λεμεσού στην Κύπρο, αλλά οι γονείς μου και γενικά το σόι μας είναι από Σέρρες. Να αναφέρω πως έχω και μία μεγαλύτερη αδελφούλα που την υπεραγαπώ. Δεν έχω καμιά σχέση με την Κύπρο και εννοείται πως την αγαπώ πάρα πολύ όπως και την ΕΛΛΑΔΑ μου, απλά το διάστημα που γεννήθηκα εγώ έτυχε οι γονείς μου να εργάζονται στην πόλη της Λεμεσού. Δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα από την αγαπημένη μου Λεμεσό μιας και λίγο μετά την γέννηση μου, οι γονείς μου αποφάσισαν να γυρίσουν Ελλάδα και εκεί είναι που αρχίζουν τα ενδοοικογενειακά μας προβλήματα.
Κάπου εδώ θα ήθελα να αναφέρω, ότι όπως καταλαβαίνετε σας μιλάω πολύ ανοιχτά μιας και δεν έχω να κρύψω κάτι. Δεν το συνηθίζω βέβαια στη ζωή μου,αλλά όταν δω ότι απέναντι μου έχω καθαρές ψυχές και διατεθειμένες να αφιερώσουν λιγάκι από τον χρόνο τους για να ακούσουν αυτά που θα τους πω, είμαι διατεθειμένος να σας μιλήσω για τα πάντα. Δεν ξέρω αν από κάποιους κατηγορηθώ γι’αυτό ή με δείξουν με το δάχτυλο τους, αυτό που εγώ ξέρω είναι ότι πάντα κάνω αυτό που λέει η καρδιά μου, και πιστέψτε μέχρι στιγμής ποτέ δεν έπεσα έξω.
Λοιπόν μετά την επιστροφή μας από την Κύπρο στα πάτρια μας εδάφη, άρχισαν να εμφανίζονται κάποια τυπικά οικογενειακά προβλήματα (όπως και σε πολλές άλλες οικογένειες) και για να μην σας τα πολυλογώ στην ηλικία των 2.5 ετών οι γονείς μου αποφάσισαν να μην είναι πια μαζί, έδωσαν ένα τέλος στον γάμο τους με έναν πολύ ήσυχο και τυπικότατο τρόπο. Αποφάσισαν μεταξύ τους ο καθένας τους να πάρει την επιμέλεια του κάθε παιδιού. Η μητέρα μου πήρε την αδελφή μου και ο πατέρας μου πήρε εμένα. Η μητέρα μου ποτέ δεν μπήκε στην διαδικασία να αιτηθεί έξοδα διατροφής, γνωρίζοντας την οικονομική κατάσταση του πατέρα μου,αλλά είμαι σίγουρος και καλύτερη να ήταν η οικονομική κατάσταση του πατέρα μου, πάλι το ίδιο θα έπραττε.
Έτσι λοιπόν η μεγαλύτερη μου αδελφή μεγάλωσε με την μητέρα μου και εγώ αν και με ανέλαβε ο πατέρας μου, με μεγάλωσαν οι γονείς του, οι αγαπημένοι μου παππούδες (Ηλίας και Μαρία). Κοντά τους καλοί μου φίλοι είχα τα πάντα, έκαναν τα πάντα για μένα, έδωσαν και τη ζωή τους για μένα και εγώ, όπως όφειλα, όταν ο καθένας προς τα τελευταία τους χρόνια της ζωής τους είχαν σοβαρά προβλήματα υγείας και επιβίωσης, δεν τους άφησα από τα μάτια μου ούτε λεπτό. Ανέλαβα την προσωπική τους φροντίδα και πιστέψτε με φίλοι μου, και οι δυο τους όταν έσβηναν και παρέδιδαν την ψυχή τους στον Θεό, στα μάτια τους έβλεπα το ευχαριστώ τους.
Εννοείται ότι πάντα μου το έλεγαν, αλλά στα λόγια πολλά μπορείς να πεις, στα μάτια του κάθε ανθρώπου είναι που μαρτυριέται η αλήθεια.
Ο παππούς και η γιαγιά μου είναι το αποτέλεσμα ανθρώπου που βλέπεται τώρα, τα πάντα χρωστάω σε αυτούς τους ανθρώπους. Τους πυλώνες του χαρακτήρα μου, αυτοί τους γαλούχησαν και τους έκτισαν με επιμονή και υπομονή και κοντά τους έμαθα πάρα πολλά.
Μου έκαναν πάρα πολλά δώρα στη ζωή τους, είτε υλικά είτε συναισθηματικά, αλλά εννοείται ότι εγώ στέκομαι στα συναισθηματικά τους δώρα και τους ευχαριστώ μέχρι και εγώ να κλείσω τα μάτια μου. Ένα πολύ σημαντικό δώρο υλικό που μου έκαναν, ήταν να μου παραχωρήσουν το ένα από τα 2 τους σπίτια και χωρίς καν να το έχω σκεφτεί εγώ. Και έτσι ο Ηλίας στην ηλικία των 16 ετών παίρνει την πρωτοβουλία να ξεκινήσει μονός του να κάνει το νοικοκυριό του και να μπει από πολύ μικρός και ίσως και ανώριμος πάνω στο θέμα διαχείρισης σπιτιού, στα δύσκολα της ζωής. Πάντως ήμουν σύμφωνος να ξεκινήσω μια δύσκολη αρχή και το ήθελα πραγματικά αυτό, ήθελα να ”καώ” από νωρίς στον βωμό της βιοπάλης. Έτσι λοιπόν αναλαμβάνω τα πάντα μέσα στο σπίτι και μαθαίνω κοντά στην γιαγιά και τον παππού πράγματα που κάποιος θα τα μάθει σε πολλά χρόνια αργότερα. Και έτσι έφτασα τον επόμενο χρόνο, να σκουπίζω, να καθαρίζω, να πλένω, να απλώνω ρούχα, να ψωνίζω και να είμαι υπεύθυνος για τα πάντα μέσα στο σπίτι. Παράλληλα είχα και την προσωρινή μου δουλειά ως delivery για να βγάζω τα προσωπικά μου έξοδα.
Η ζωή μου κυλούσε πάρα πολύ όμορφα και ένιωθα πολύ ευτυχισμένος στον τρόπο ζωής που έφτιαχνα. Βέβαια, σαν αγόρι και εγώ, εκείνο το διάστημα είχα και τις εξόδους μου, τα ξενύχτια μου, τις εκδρομές και τις διακοπές μου. Έφτασε κάποια στιγμή ο καιρός και εγώ, όπως όλοι οι άνδρες, να υπηρετήσω την πατρίδα μου ΕΛΛΑΔΑ. Κατατάχθηκα στο κέντρο 563 στα Θερμά Νιγρίτας Σερρών, πήρα την ειδικότητα χειριστής αντιαρματικών όπλων ΠΑΟ, αλλά σπάνια ασχολήθηκα με την ειδικότητα αυτή και ο λόγος είναι, ότι όταν μετατάχθηκα μετά την ορκομοσία μου στο κέντρο στην μονάδα 561 στην Καβυσό Φερρών στον Έβρο, εκεί μου πρότειναν να αναλάβω τα εστιατόρια του λόχου μου (1ος Λόχος), και έτσι έγινε. Ανέλαβα τα νέα μου καθήκοντα και σε διάστημα 1.5 μήνα μού πρότειναν και με έκαναν μάγειρα του τάγματος μαζί με άλλα 3 παλικάρια. Είχα πάντα τις καθημερινές μου εξόδους και πάντα 48ωρη άδεια το Σαββατοκύριακο, αλλά είχα το δικαίωμα να φεύγω από το απόγευμα της Παρασκευής. Με αυτά και με αυτά απολύθηκα από τον στρατό και τώρα πια ήμουν έτοιμος να δω κατάματα και πολύ πιο υπεύθυνα τη ζωή μου.
Η αλήθεια είναι ότι από την στιγμή που απολύθηκα και για περίπου ένα διάστημα 5 μηνών δεν έκανα τίποτα άλλο από το να βγαίνω βόλτες και να κυνηγάω την ερωτική μου ζωή, αλλά σε πολύ σοβαρά πλαίσια (είμαι κατά της εκμετάλλευσης του γυναικείου φύλου), ότι δεν θέλω να μου κάνουν οι άλλοι, το ίδιο δεν θέλω και εγώ να κάνω σε αυτούς. Σαν άνδρας και εγώ στη ζωή μου έκανα ερωτικές σχέσεις, αλλά λίγες και σοβαρές, όχι όμως μακροχρόνιες, γιατί απλά δεν έτυχαν. Πέρασα μια πολύ μεγάλη δοκιμασία το διάστημα εκείνο και κινδύνεψα να χάσω και τη ζωή μου. Εκείνο τον καιρό είχα γνωρίσει μια κοπέλα που τραγουδούσε σε νυχτερινό κέντρο (μπουζουκτσίδικο) στην πόλη της Καβάλας (μου διαφεύγει το όνομα του μαγαζιού), η οποία ήταν από τα Γιάννενα, αλλά σπούδαζε Καβάλα και τα βράδια τραγουδούσε στο μαγαζί που προανέφερα. Το όνομα της ήταν Τζέσικα και ήταν μεγαλύτερη μου θυμάμαι. Αλλά η μοίρα μου επιφύλασσε μια λαχτάρα. Είχα πάει Σάββατο να την δω στο μαγαζί, έκατσα μέχρι τις 4 τα ξημερώματα, αλλά έπρεπε να επιστρέψω Σέρρες. Στον γυρισμό, αν και δεν είχα πιει ιδιαίτερα, σε μια κοφτή στροφή ένιωσα κάτι να έρχεται επάνω μου. Ήταν κάτι πολύ ξαφνικό και δεν πρόλαβα να αντιδράσω όσο θα έπρεπε και εκείνο που θυμάμαι μέχρι σήμερα ήταν ένα δυνατό μπαμ, από εκεί και μετά σκοτάδι δεν θυμάμαι τίποτα. Όταν συνήλθα κατάλαβα ότι ήμουν σε νοσοκομείο και ότι είχαν περάσει ήδη 3 ημέρες από το συμβάν, για την ώρα δεν μου έλεγαν κάτι, αλλά έβλεπα στα μάτια των δικών μου ανθρώπων ότι δεν είχα και κάτι σοβαρό. Την επόμενη μέρα ενημερώθηκα από τον υπεύθυνο γιατρό που με παρακολουθούσε ότι είχα πάθει μια απλή διάσειση και αυτό προήλθε πιθανόν από τον αερόσακο του αυτοκινήτου. Επίσης εκείνη την ημέρα γνώρισα και τον άνθρωπο που με χτύπησε, και μου είπαν οι δικοί μου άνθρωποι ότι ήταν εκεί από την πρώτη στιγμή. Μετά από 4 μέρες, αποφασίστηκε να πάρω εξιτήριο, αλλά η αλήθεια ήταν ότι για περίπου 2 εβδομάδες το κεφάλι μου το ένιωθα πολύ βαρύ, αλλά με τη βοήθεια κάποιων ενέσεων και χαπιών επανήλθα πλήρως. Επίσης να αναφέρω πως ο Κύριος που με χτύπησε, εκτός του ότι η ασφαλιστική του εταιρεία μου έκανε το αυτοκίνητο καινούριο (αξίζει να αναφερθεί πως εγώ μετά από αρκετές μέρες είδα σε φωτογραφία σε τι κατάσταση ήταν το αυτοκίνητο μετά την σύγκρουση, και ομολογώ πως σίγουρα είχα μαζί μου κάποιον Άγιο).
Με αυτά και με αυτά η ζωή μου κυλούσε και πάλι ιδανικά. Το 2007 είχα την τύχη να γνωρίσω την Νικολέτα, ένα κορίτσι που ήταν ο μεγαλύτερος σταθμός της ζωής μου. Την γνώρισα σε διακοπές και μέσα μου ένιωθα κάτι αόριστο για εκείνην, εκείνον τον καιρό, αλλά ένιωθα. Ήρθαμε σε μικρό χρονικό διάστημα αρκετά κοντά και έτσι αποφασίσαμε να γίνουμε ζευγάρι. Το πρόβλημα εκείνη τη στιγμή ήταν οι αποστάσεις. Και έτσι υπήρχαν συχνές μετακινήσεις μου, για να μπορώ να την βλέπω και να μπορώ να κρατάω ζωντανή τη σχέση αυτή. Η Νικολέτα με τον καιρό μού έδωσε να καταλάβω ότι εγώ είμαι για εκείνη τα πάντα και επειδή, όπως μου είχε πει και εγώ τις είχα δείξει το ίδιο, αρχίσαμε να βλέπουμε τα πράγματα λίγο παραπέρα.
Ώσπου κάποια στιγμή εντελώς ξαφνικά αυτή η σχέση η πολύ δυνατή τελείωσε αστραπιαία. Τώρα θα αναρωτηθείτε πως γίνεται μια σχέση τόσο δυνατή να χαθεί τόσο ξαφνικά. Η απάντηση είναι ότι δεν μεσολάβησε κανένα χέρι ή κανένα στόμα για να διαλυθούν τα πάντα, απλά ήταν θέλημα Θεού. Απόγευμα της 18ης Απριλίου 2009, στις 19:00 το απόγευμα περίπου, λαμβάνω ένα τηλεφώνημα από την τροχαία, μου ζητάνε στο τηλέφωνο αν είμαι ο Ηλίας Α. και όταν το επιβεβαιώνω με τον αριθμό ταυτότητας μου, μου ζητάνε να τους πω ποια είναι η σχέση μου με την Νικολέτα Κ. και όταν τους εξήγησα, δέχομαι την επόμενη απάντηση τους που με οδηγεί στο να χάσω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Ενημερώνομαι πως η οδηγός του αυτοκινήτου εν ονόματι Νικολέτα Κ. είχε ένα τροχαίο δυστύχημα και ότι θα έπρεπε αν γνωρίζω να τους δώσω ένα τηλέφωνο επικοινωνίας των γονιών της για να ενημερώσουν για να μεταβούν στο σημείο. Εγώ έχω μουδιάσει απλά, στο ένα χέρι κρατώ το κινητό που μιλάω και στο άλλο έχω κάποια κλειδιά αποθήκης, τα οποία τα σφίγγω τόσο δυνατά στην παλάμη μου που νιώθω και πόνο και μούδιασμα. Μου μιλάνε στο ακουστικό και εγώ είμαι πια χαμένος, και κάποια στιγμή συνειδητοποιώ ότι πρέπει να τους δώσω μια απάντηση, αλλά επειδή γνωρίζω πως ο Κύριος Νικόλαος (ο πατέρας της Νικολέτας), αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και η Κυρία Μαγδαληνή (η μητέρα της Νικολέτας), είναι πάρα πολύ ευαίσθητη, τους απαντώ να το αφήσουν επάνω μου να το διαχειριστώ και όσο πιο γρήγορα μπορούμε θα είμαστε στο σημείο. Στην ερώτηση σε τι κατάσταση είναι η Νικολέτα, αρχικώς δεν μου απαντάνε, αρχίζω να την ψιλιάζομαι την κατάσταση, πονάει το στήθος μου, τα νεύρα στον κρόταφο μου χτυπάνε, σφίγγω τα δόντια μου και λέω μέσα μου: ”Θεούλη μου αν είναι το θέλημα σου να μην ζει η Νικολέτα μου θα το δεχτώ, αλλά σε παρακαλώ αν είναι θέλημα σου να ζει σε ικετεύω, δώσε μου μια απάντηση, το έχω πραγματικά ανάγκη αυτή την στιγμή για να μην καταρρεύσω”. Αυτό γίνεται σε κλάσματα δευτερολέπτων και αμέσως στο ακουστικό ακούω ότι: σας παρακαλούμε αυτά δεν λέγονται από το τηλέφωνο, βιαστείτε αμέσως.
Συνειδητοποιώ ότι πρέπει να κλείσω το τηλέφωνο και να βιαστώ στο ότι είναι να πράξω, και πέρνω 2-3 ανάσες βαθιές και πρέπει τώρα να μιλήσω με τον Κύριο Νίκο και την Κυρία Μαγδαληνή. Είτε η κατάληξη είναι θετική, είτε είναι αρνητική καταλαβαίνω πως θα είναι πάρα πολύ δύσκολο για τους γονείς να το σηκώσουν όλο αυτό το ψυχολογικό φορτίο. Δίνω μάχη με τον εαυτό μου,να βρω τις πιο κατάλληλες και ανακουφιστικές λέξεις να χρησιμοποιήσω για το τηλεφώνημα αυτό,αλλά και από την άλλη με πιέζει ο χρόνος και έτσι μετά από 5 λεπτά αποφασίζω να επικοινωνήσω με την οικογένεια. Εδώ πρέπει να αναφέρω κάτι που ξέχασα από πριν, ότι για την οικογένεια της Νικολέτας δεν είμαι κάποιος ξένος,με έχουν φιλοξενήσει στο σπίτι τους και με αγκάλιασαν σαν δικό τους παιδί. Επίσης ξέχασα να αναφέρω ότι η Νικολέτα είναι το μοναχοπαίδι τους, και στο άκουσμα τέτοιας είδησης,η ψυχολογία του ανθρώπου μηδενίζεται. Πέρνω τηλέφωνο και το σηκώνει ο Κύριος Νίκος,χαιρετιόμαστε και ζητάω την Κυρία Μαγδαληνή,γιατί ήδη ξέρω πως η κατάσταση υγείας του Κύριου Νίκου είναι ήδη επιβεβαρυμένη. Μετά από λίγο μου απαντάει η Κυρία Μαγδαλήνη, χαιρετιόμαστε και της ζητάω να με ακούσει προσεκτικά,με ρωτάει: όλα καλά; και έτσι αρχίζω να εξηγώ και να ενημερώνω όσο πιο μαλακά γίνεται για το συμβάν της Νικολέτας.
Κυρία Μαγδαληνή, η Νικολέτα μας δεν έφτασε ακόμα σε μένα και δεν έφτασε γιατί στον δρόμο είχε ένα μικρό ατύχημα. Μόλις με ενημέρωσαν ότι πρέπει να πάμε σε ένα συγκεκριμένο σημείο, σας παρακαλώ μην πανικοβάλλεστε, όλα θα πάνε καλά. Η τροχαία που με πήρε τηλέφωνο δεν μου έδωσε περισσότερα στοιχεία και πριν καν ολοκληρώσω η απέναντι γραμμή του τηλεφώνου έκλεισε. Ξανακαλώ, αλλά δεν βρίσκω παραλήπτη, επιμένω αλλά τίποτα. Το κλείνω μπαίνω στο αυτοκίνητο και ξεκινάω για το σημείο, στο επόμενο λεπτό δέχομαι τηλέφωνο από το κινητό της Κυρίας Μαγδαληνής και μου λέει: Ηλία αγόρι μου, ξεκίνα, δεν ξέρουμε τι ώρα θα φτάσουμε γιατί πρέπει πρώτα να βρω τρόπο να ενημερώσω τον Νίκο, αν φτάσεις πρώτος και ενημερωθείς για το οτιδήποτε, να με πάρεις τηλέφωνο, και μετά σταματάει η κλήση μας. Εγώ τώρα πια είμαι σε αναμμένα κάρβουνα, δεν ξέρω πόσες παραβιάσεις έχω κάνει, δεν ξέρω σε πόσους οδηγούς φώναξα. Το αυτοκίνητο, βγαίνοντας πια στην εθνική οδό, μουγκρίζει από τα γκάζια, προσπαθώ να κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Μετά από 50 περίπου λεπτά, φτάνω στον τόπο του συμβάντος. Το πρώτο που αντικρίζω είναι μια ντελαπαρισμένη νταλίκα, αλλά όχι και πολύ μεγάλη, λίγο παρακάτω είναι εμφανέστατα τα σημάδια στον δρόμο από τα λάστιχα φρεναρίσματος της νταλίκας. Μου έρχεται έντονη μυρωδιά καψίματος, εκείνη τη στιγμή φέρνω στο μυαλό μου το ενδεχόμενο να έχει πάρει φωτιά το αυτοκίνητο της Νικολέτας. Δεν μου αρέσει με τίποτα αυτή η ιδέα και προσπαθώ να την αποβάλω από το μυαλό μου. Λίγα μέτρα παρακάτω όμως αντιμετωπίζω την αλήθεια, μια αλήθεια που μου λύνει και την κακή ιδέα που είχα από πριν, όχι το κάψιμο δεν ήταν από πιθανή πυρκαγιά του αυτοκινήτου της Νικολέτας, αλλά από τα λάστιχα της νταλίκας, αλλά αμέσως μπροστά μου αντικρίζω κάτι που θα με στοιχειώνει για μια ζωή.
Το σώμα της Νικολέτας κάτω στο δρόμο, αλλά δυστυχώς το σώμα της έχει πάρει τέτοια κλίση που δεν θα μπορούσα να το αναλύσω εδώ μπροστά σας, είναι μπρούμυτα, δεν βλέπω το πρόσωπο της, αλλά βλέπω το δεξί της χέρι, βλέπω την κλειστή παλάμη της, μιας και είναι μπρούμυτα και βοηθάει να το δω αυτό. Μέσα στο χέρι της έχει αγκαλιάσει το κινητό της, προσπαθώ να το πάρω, αλλά δεν μου επιτρέπουν ακόμα. Ίσως να προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί μου ή να τράβηξε την προσοχή της το κινητό και να ήταν η αιτία να χάσει την προσοχή της στο αυτοκίνητο. Μετά από λίγο με πλησιάζει ο νοσοκόμος και μου λέει ότι καλύτερα είναι να μην την δω ακόμα, γιατί έχει παραμορφωθεί από το τρίψιμο στον δρόμο. Έχω μέσα μου ψυχραιμία αλλά ακόμα δεν ξέρω αν ζει ή πέθανε, αν και τα λίγα λεπτά που ήμουν εκεί,δεν κουνήθηκε καν. Μέσα μου είχα καταλάβει ότι την έχασα, ότι δεν θα την ξαναδώ, ότι σε εμένα ερχόταν και ποτέ δεν έφτασε. Και απλά ζητάω από τον νοσοκόμο να μου πει, μάλλον να μου το επιβεβαιώσει και εκεί είναι που πια νομίζω ότι λυγίζω ολοκληρωτικά. Ξέρω τι θα ακούσω, ξέρω ότι δεν θα μου αρέσει αυτό που θα μάθω, αλλά ξέρω και ότι πρέπει να μείνω ψύχραιμος και έτσι μαθαίνω στα επόμενα δευτερόλεπτα ακριβώς το παρακάτω επί λεξί: ”Δυστυχώς Κύριε Ηλία η δεσποινίς δεν τα κατάφερε, δεν ξέρουμε αν ήταν ακαριαίος ο θάνατος της, αυτό θα σας το πει ο ιατροδικαστής, αλλά εμείς την βρήκαμε νεκρή. Ζωή σε σας”, σκύβει το κεφάλι και αποχωρεί. Εκείνη την στιγμή μπροστά μου περνάνε όλα μου τα συναισθήματα, αλλά είμαι υποχρεωμένος να γαντζωθώ από κάποιο. Κλείνω τα μάτια μου,γονατίζω δίπλα της ακριβώς και λέω αυτό που θα ακούσετε, στην συνέχεια δεν είπα τίποτα άλλο μέχρι που την αντίκρισα στο φέρετρο της.
”Νικολέτα μου, γλυκιά μου όαση, εσύ που κούμπωνες επάνω μου και εγώ επάνω σε σένα, εσύ που δεν είχες μάτια για άλλον και εγώ μάτια για άλλη, εσύ που πολεμούσες το άδικο και φρόντιζες τον αδύναμο, πώς γλυκά μου ματάκια επέτρεψες τον θάνατο να μας χωρίσει; Θεέ μου τώρα πια γνωρίζω το θέλημα σου, να ξέρεις θα το δεχτώ όσο και αν με πονάει αυτό, όσο και αν μου μαύρισε την ψυχή μου, όσο και αν αυτό το χτύπημα θα με στείλει πολύ πίσω συναισθηματικά και ψυχολογικά, από τη στιγμή που το αποφάσισες εσύ αυτό, δεν έχω να πω τίποτα παραπάνω, μόνο να κάνω, να λοιπόν σου την παραδίδω, δεν είναι εύκολο να το κάνω, αλλά δεν είναι και εύκολο να μην σου την δώσω. Πάρε την δίπλα σου γιατί έχει ψυχή πολύτιμη”.
Και έτσι μετά από αυτό,έπρεπε να μαζέψω δυνάμεις, γιατί ακολουθούσε και άλλος τυφώνας. Θα έπρεπε να ενημερώσω την οικογένεια της Νικολέτας και αυτό θα ήταν πολύ ψυχοφθόρο για μένα, αλλά ακόμα πιο ψυχοφθόρο για τον Κύριο Νίκο και την Κυρία Μαγδαληνή.
Έφτασε η ώρα. Παίρνω τηλέφωνο την Κυρία Μαγδαληνή, ενημερώνομαι ότι είναι πολύ κοντά και τους λέω σε ποιο νοσοκομείο να έρθουν. Και φτάνει η στιγμή όπου πια δεν μπορώ να το αποφύγω, πρέπει να τους μιλήσω, αλλά από την άλλη σκέφτομαι και την υγεία τους. Παλεύω με τον εαυτό μου τι λέξεις να χρησιμοποιήσω έτσι ώστε να αποφύγουμε κάποιες πιθανές εκρήξεις αντίδρασης. Και όταν τους βλέπω, προδίδομαι. Με προδίδουν τα δάκρυα μου, προσπαθώ με την αγκαλιά μου να το αποφύγω αλλά δεν μπορώ. Μου ζητάνε εξηγήσεις, νιώθω ότι το έχουν καταλάβει και ότι οφείλω να τους πω την αλήθεια και έτσι φτάνω στην κρίσιμη στιγμή:
“Κύριε Νίκο, Κυρία Μαγδαληνή, η Νικολέτα μας είχε μια άτυχη στιγμή μέσα στο αυτοκίνητο και οι καταστάσεις που δημιουργήθηκαν, την οδήγησαν σε κάτι κακό”.
Εκείνη την στιγμή διακρίνω μια ψυχραιμία του Κύριου Νίκου, αλλά αντιθέτως η Κυρία Μαγδαληνή δείχνει να καταρρέει, ουρλιάζει και ζητάει το κορίτσι της, με εκλιπαρεί να κάνω κάτι, μου ζητάει να της πω την αλήθεια. Δεν μπορώ να κάνω και πολλά, την αγκαλιάζω σφιχτά και της λέω πιο κατανοητά πια: ‘
“Κυρία μου Μαγδαληνή, η Νικολέτα μας δεν τα κατάφερε“
Αυτό την αποτελείωσε. Μέσα σε λίγα λεπτά χάνει τις αισθήσεις της, αντιθέτως ο Κύριος Νίκος είναι ψύχραιμος, αλλά έχει λιώσει από το κλάμα. Με αγκαλιάζει και μου λέει: “Ηλία παιδί μου, ξέρεις πόσο πολύ σε αγαπώ, πες μου σε παρακαλώ: πριν φύγει από την ζωή πόνεσε;”
Τι απάντηση να δώσεις τώρα στον καημένο πατέρα, πώς να του ανακουφίσεις τον πόνο, απλά απάντησα “δεν ξέρω Κύριε Νίκο”. Μετά από λίγο, ενώ η Κυρία Μαγδαληνή δείχνει σημάδια βελτίωσης και έρχεται κοντά μας, αλλά κάνει πάλι ξεσπάσματα πόνου, οργή δεν βγάζει, ούτε ζητάει κάποιες ευθύνες, αλλά πονάει με τον δικό της τρόπο, όπως και ο καθένας μας φυσικά. Μετά από λίγο έρχεται να προστεθεί μια ακόμη δοκιμασία, πρέπει και τυπικά να αναγνωριστεί η Νικολέτα. Ξέρω θα είναι πολύ δύσκολο μιας και έχει παραμορφωθεί, αλλά δυστυχώς είναι κάτι που πρέπει να γίνει. Ζητάει ο ιατροδικαστής κάποιο άτομο από την οικογένεια να πάει να κάνει την αναγνώριση και συμβουλεύω τους γονείς πως πρέπει να πάει η μανούλα της και γιατί είναι μάνα και έχει το δικαίωμα αυτό, αλλά και γιατί ο πατέρας αν και ψύχραιμος, έχει ήδη κάποια σοβαρά προβλήματα υγείας. Τελικά αποφασίζουμε να πάμε εγώ με την Κυρία Μαγδαληνή. Φίλοι μου, δεν θέλω να αναφερθώ τι συνάντησα, αυτό το υπέρλαμπρο πρόσωπο που είχα στα χέρια μου και στην αγκαλιά μου, έγινε απλά μια μάζα (δεν θα πω τίποτα παραπάνω), όποιος έχει περάσει από αυτή την κατάσταση θα με καταλάβει.
Μετά, όπως καταλαβαίνετε, ακολούθησαν τα τυπικά που έχουν σχέση με την ταφή της Νικολέτας μου. Η Νικολέτα ετάφη στις 20 Απριλίου 2009, σε διάστημα περίπου 2 χρόνια μετά την απώλεια της Νικολέτας μου, έφυγε από την ζωή και ο Κύριος Νίκος (ο πατέρας της Νικολέτας) από εγκεφαλικό επεισόδιο, όπως ενημερώθηκα από την Κυρία Μαγδαληνή. Και το έτος 2015 έφυγε από τη ζωή και η Κυρία Μαγδαληνή, από την επάρατη νόσο. Μέσα σε 6 χρόνια έχασα το λουλούδι μου, αυτό που έδινε νόημα στην ζωή μου, αλλά μετά από λίγο καιρό έχασα και τον αγαπημένο μου Κύριο Νίκο και την αγαπημένη μου Κυρία Μαγδαληνή, που αν ήταν διαφορετικό το θέλημα του Θεού πιθανόν να γινόταν ο πεθερός μου και η πεθερά μου.
Αρχές του 2015 η Κυρία Μαγδαληνή μου είχε ζητήσει να πάω να την επισκεφτώ, γιατί κάτι ήθελε να μου πει και να με δει. Συναντηθήκαμε, υπήρξε μια συνάντηση με έντονα τα συναισθήματα λύπης, και αγαπημένοι μου φίλοι ένιωθα πολύ άβολα, γιατί κάποτε τρώγαμε όλοι μαζί και ήταν γεμάτο το τραπέζι και τώρα σε ένα τραπέζι ήμασταν μόνο 2 άτομα. Η Κυρία Μαγδαληνή μου ζήτησε, επειδή ένιωθε τον τελευταίο καιρό ότι δεν νιώθει καλά και ίσως φύγει από τη ζωή, να μείνω λίγο καιρό μαζί της, γιατί αυτό θα την έκανε να φύγει ευτυχισμένη. Εννοείται πως δεν το αρνήθηκα και έζησα δίπλα της περίπου 4 μήνες. Η καημένη είχε πράγματι καταλάβει το τέλος της και άφησε την τελευταία της πνοή έχοντας ως προσκέφαλο το πόδι μου. Όπως καταλαβαίνετε φίλοι μου, ακόμα ένα πλήγμα ήταν αυτό για τον εσωτερικό μου ψυχικό κόσμο. Η αδελφή της Κυρίας Μαγδαληνής, μου εκμυστηρεύτηκε ότι την είχε ζητήσει να ταφεί μαζί με τον Κύριο Νίκο και έτσι πράξαμε, τους βάλαμε μαζί, μαζί στη ζωή, μαζί και στον θάνατο.
Στο τέλος του 2015 έπρεπε να γίνει η εκταφή της Νικολέτας, με ενημέρωσε η Κυρία Στεφανία (η αδελφή της Κυρίας Μαγδαληνής) ότι έπρεπε να είμαι παρών και εγώ. Πώς άλλωστε θα μπορούσα να είμαι απών, είχα ήδη πάρει την απόφαση μου, μετά την εκταφή τα οστά της Νικολέτας μου, θα αναλάμβανα να τα μεταφέρω να είναι πιο κοντά μου, να μπορώ να τα τιμώ αναλόγως και έτσι έκανα κάποια χαρτιά και τα μετέφερα στα δικά μας κοιμητήρια. Έτσι τουλάχιστον ξέρω ότι έχω ακόμα δίπλα μου κάτι από την Νικολέτα μου.
Τώρα πια έχω αποδεχτεί ότι η Νικολέτα μου έφυγε, αλλά ήρθε κάτι άλλο που μου γιάτρεψε πάρα πολύ την ψυχούλα μου. Ο Boris μου, ο αγαπημένος μου Pitbulάκος μου. Τον πήρα 40 ημερών και ποτέ μέχρι αυτή τη στιγμή που είναι 9+ ετών δεν τον αμέλησα ούτε λεπτό. Ήταν πάντα εκεί δίπλα μου, στις δύσκολες στιγμές μου, ήταν εκεί να αποχαιρετήσει τον παππού και τη γιαγιά που τον λάτρευαν. Ήταν εκεί στις κρύες νύχτες του χειμώνα στην αγκαλιά μου για να ζεσταινόμαστε, ήταν εκεί όταν περνούσα προβλήματα υγείας να με κοιτάζει με τα αθώα του ματάκια. Ήταν εκεί όταν κινδύνευε το σπίτι μας για να το υπερασπιστεί. Και εγώ ήμουν, είμαι και θα είμαι πάντα στο πλευρό του. Πάντα τον είχα ως Βασιλιά με όλες τις ανέσεις και θα τον έχω μέχρι και αυτός να κλείσει τα ματάκια του.
Σ’ευχαριστώ πολύ αγαπημένε μου Borάκο. Οι αθώες ψυχές είναι πάντα εκεί να προστατεύουν, αλλά και να τις προστατεύουμε.
Είμαι σίγουρος ότι με τη δική μου ιστορία θα συγκινήσω πολλές ψυχούλες, αλλά παράλληλα ξέρω ότι η δική μου ιστορία ίσως να δώσει σε κάποιους ανθρώπους αγαπημένους κάποια μηνύματα. Τα δικά μου μηνύματα εγώ τα έχω πάρει. Τώρα αν και εσείς ζήσετε μέσω της ιστορίας μου κάποια άλλα μηνύματα, θα χαρώ να τα μάθω, όχι ποια μηνύματα λάβατε, αλλά ότι μόνο κάτι πήρατε από όλο αυτό.
Κλείνοντας μιας και σας έχω κουράσει πάρα πολύ, γιατί επέλεξα να σας διηγηθώ την ιστορία μου αναλυτικά, γιατί ήθελα να ξέρετε τα πάντα όπως τα βίωσα εγώ, να με συγχωρείτε, αλλά κλείνοντας θέλω να πω και κάποια άλλα μηνύματα βγαλμένα μέσα από τη ζωή μας, είτε από καταστάσεις ευχάριστες, είτε από καταστάσεις δυσάρεστες.
Καλοί μου φίλοι. Τίποτα δεν είναι σταθερό και μόνιμο στη ζωή μας. Ούτε η στενοχώρια μας, ούτε η απελπισία μας, ούτε η χαρά μας, ούτε η πληρότητα που γεμίζουν την καρδιά μας κάποιες στιγμές.
Τι μένει; Τι αντέχει μέσα μας, δίπλα μας, κοντά μας;
Η αγάπη φίλοι μου, η αγάπη αυτή που νοιώσαμε για ανθρώπους, που θα αντέξουν στο πέρασμα των εποχών. Για ανθρώπους που έκοψαν ένα λουλούδι από το δέντρο της καρδιάς τους και μας το προσέφεραν απλόχερα και ταπεινά.
Και εγώ σαν Ηλίας στη ζωή μου είχα και έχω δίπλα μου ανθρώπους. Άλλοι με βοήθησαν να βγάλω φτερά και να πετάξω, άλλοι όμως μου έκοψαν αυτά τα φτερά και με άφησαν να πέσω απότομα στη γη. Άλλοι φύσηξαν ούριους ανέμους στα πανιά μου, άλλοι όμως ρούφηξαν στα σπλάχνα τους, τους αγέρηδες και μ’ άφησαν να επιπλέω πάνω στο κύμα της θαλάσσης μετέωρος.
Όλοι τους όμως κάνανε κάτι κοινό. Μου επέτρεψαν να περπατήσω πάνω στα χνάρια του κρυμμένου μου εαυτού, έτσι ώστε να τον ψάξω και τα σημάδια του ν’ ακολουθήσω.
Όλους τους ανθρώπους που πέρασαν από την ζωή μου και σε όσους θα περάσουν τους αγαπώ. Τους αγαπώ γιατί ήταν περιστέρια, κουβαλούσαν μηνύματα στη φτέρνα τους δεμένα, έτσι ώστε να μου θυμίσουν, έτσι ώστε να με αφυπνίσουν. Άλλοι από αυτούς έφυγαν μακριά μου και άλλοι από αυτούς απόμειναν εδώ, ως βράχοι γενναίοι και δυνατοί, αλλά και ως φάροι ακοίμητοι να φωτίζουν της ψυχής μου τα πελάγη. Κανείς απ’ όλους αυτούς δεν περισσεύει στη ζωή μου, κανένα τους δεν θ’ άλλαζα, ούτε κι εκείνους που πόνεσαν την ψυχή μου, αλλά ούτε κι εκείνους που τους γοήτευσε η φυγή τους.
Έτσι και εσείς φίλοι μου. Παναγιώτη μου και Φανή μου και όλοι οι τυπάρες μου, όλοι σας μου δώσατε και από κάτι, και αυτό το κάτι το χρησιμοποίησα έτσι ώστε να σηκώσω το κάστρο της ψυχής μου, με μόνο σκοπό αυτό το κάστρο να μας βάλει όλους μέσα και να μας προστατεύει από τους κακούς και αρνητικούς ανθρώπους.
Με όλη μου την φιλική αγάπη προς όλους εσάς,εσάς που με βοηθήσατε να καταλάβω ακόμα περισσότερο ότι ακόμα και η κάθε μας ανάσα, μπορεί να είναι πολύτιμη για την δύσκολη μας συνέχεια.
ΗΛΙΑΣ
12 Σχόλια
Αδερφούλη μου να είσαι γερός και να κρατάς την Νικολέτα σου σφιχτά μέσα στην καρδιά σου.
Σ’ευχαριστώ πολύ καλέ μου φίλε Άλεξ. Εύχομαι και σε σένα ότι καλύτερο σε σένα και στην οικογένεια σου.
Να είσαι πάντα καλά κάλε μου φίλε να είσαι πάντα δυνατός γερός και με υγειά εσύ και αυτοί που αγαπάς. Πραγματικά είναι τιμή να γνωρίζω και να με τιμά με φιλιά του ένας άνθρωπος σαν και εσένα με τόσο υψηλό ήθος και αξιοπρέπεια .
Καλέ μου φίλε Γρηγόρη, τώρα είδα το σχόλιο σου και με τιμά πολύ αυτό. Σ’ευχαριστώ από καρδιάς για το όμορφο σου σχόλιο και εύχομαι ολόψυχα ότι καλύτερο σε σένα και στην οικογένεια σου.
Χαίρομαι πολύ για την ιστορία σου Όμηρε κ τα κείμενα σου είτε εδώ είτιε στο λαιβ γενικά μου αρέσει πολύ να τα διαβάσω, γιατί είναι μετρημένα κ έχουν πολυ έμφαση στον γραπτό λόγο. Να σαι καλά πάντα κ να σαι δυνατός. Τα εύσημα μου. /SpawN
Καλημέρα καλέ μου φίλε SPAWN. Σ’ευχαριστώ πάρα πολύ που μπήκες και μπαίνεις στην διαδικασία να διαβάζεις κείμενα μου ή σχόλια μου. Αυτό το εκτιμώ πάρα πολύ φίλε μου. Μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου σε υπερευχαριστώ πολύ και σου εύχομαι ότι καλύτερο σε σένα και στην οικογένεια σου.
Γειά σου Ηλία αγαπημένε τυπάρα..
Δεν θέλω να πω πολλά, όμως σε καταλαβαίνω απόλυτα..Τίποτα δεν είναι δεδομένο..Η ζωή συνεχίζεται για όσους μένουν πίσω..
Ο Θεός μας έχει επιλέξει για τα δύσκολα..
Να είσαι πάντα καλά κι ευχαριστούμε που μοιράστηκες την ιστορία σου μαζί μας..
Φιλικούς Χαιρετισμούς..
Αγαπημένε μου φίλε σ’ευχαριστώ για το όμορφο σου σχόλιο. Εύχομαι ότι καλύτερο σε σένα και στην οικογένεια σου.
Σε ευχαριστώ πολύ από καρδιάς, μπορεί να συγκινιθήκαμε όλοι από αυτή την ιστορία αλλά ειλικρινά δίνει μηνύματα ζωής και ειλικρινά θα είσαι πάντα στη ψυχή μας.
Λουίζα μου καλή σ’ευχαριστώ πάρα πολύ για το σχόλιο σου. Και εγώ θα σας κουβαλάω πάντα μέσα μου.
Να είσαι καλά Ηλία μου και να χαμογελάς όσο δύσκολο και αν είναι , Η Νικολέτα σου θα είναι πάντα μαζί σου οι άνθρωποι που αγαπάμε πεθαίνουν μόνο όταν τους ξεχνάμε , Να είσαι γερός και δυνατός Ηλία μου σε ευχαριστώ που με ανέφερες είναι τιμή μου , Συγκινήθηκα πολύ με την ιστορία σου
EVENTGIRL γλυκό μου κορίτσι σε ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου,που μου έγραψες το σχόλιο σου. Να ξέρεις ότι και δική μου τιμή είναι. Εύχομαι ότι καλύτερο σε σένα και στην οικογένεια σου. Ότι χρειαστείς θα είμαι εδώ.