Κυρίες, Κύριοι και Βρικόλακες καλησπέρα σας,
Είμαι ο Αλέξανδρος, 33 ετών και θέλω να μοιραστώ μαζί σας 4 ιστορίες. 3 που θα σας κάνουν να γελάσετε και μία όχι και τόσο.
Ας ξεκινήσουμε από τα εύκολα. Θα σας πω 2 ιστορίες + 1 bonus που παραλίγο να μου στοιχίσουν την ζωή. Και θα μου πείτε τώρα… Πώς γίνεται παραλίγο να πεθάνεις και να είναι αστείο; Και όμως γίνεται.
H πρώτη εξυπνάδα που έκανα ήταν πολύ νωρίς στην ζωή μου. Πήγαινα τότε Β’ Δημοτικού. Είχα δει το προηγούμενο βράδυ μια ταινία με πειρατές (αν δεν κάνω λάθος ήταν το Hook με τον αγαπημένο μου Robin Wiliams) και είχα την υπέροχη ιδέα να ντυθώ πειρατής. Έφτιαξα κάτι σαν καπέλο, ο θεός να το κάνει, πήρα και το εξάρτημα από το μίξερ της μητέρας μου που έμοιαζε με γάντζο. Ήμουν έτοιμος. Η΄ μάλλον σχεδόν έτοιμος. Μου έλειπε ένα κάλυμμα για το μάτι.
Και τώρα όλοι σας θα πείτε εντάξει έβαλες ένα κομμάτι πανί, μια κορδέλα, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Αλλά εγώ όχι. Έκανα κάτι πιο “έξυπνο”. Έκοψα ένα κομματάκι χαρτί σε κύκλο. Προσπάθησα να το βάλω στο μάτι αλλά δεν καθόταν. Και κάπου εκεί ήρθε η ιδέα. Έβαλα κόλα. Ναι καλά διαβάσατε. Κόλα. Χωρίς πολλά λόγια με έτρεχαν στο νοσοκομείο. Ακόμα θυμάμαι την έκφραση που είχε ο γιατρός όταν έμαθε την ιστορία. Σίγουρα ήθελε να πει στους γονείς μου “Τι το φέρατε το βλαμμένο εδώ”.
Ευτυχώς μετά από αρκετές μέρες με κολλύρια και μια μεγάλη γάζα στο μάτι, όλα τελείωσαν καλά ευτυχώς..
Και τώρα πάμε στις 2 ιστορίες που παραλίγο να πεθάνω.
Η πρώτη ιστορία
Δεν είχε περάσει καλά καλά ένας χρόνος από όλο το θέμα του πειρατή. Όλα έγιναν μία μέρα που έπρεπε να πάω Αγγλικά. Είχα ένα ποδήλατο το οποίο δεν χρησιμοποιούσα. Είχε γεμίσει σκουριά και γενικά δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Ε λοιπόν εκείνο το απόγευμα είχα λυσσάξει να πάω με αυτό στο μάθημα.
Τότε έμενα στο Χαϊδάρι. Δυο σπίτια κάτω από το δικό μου, ήταν η κεντρική λεωφόρος. Υπήρχε και μια μικρή κατηφόρα που έβγαινε ακριβώς στην λεωφόρο. Μου άρεσε πάντα να κατεβαίνω από εκεί, γιατί με την ταχύτητα,στο μυαλό μου νόμιζα ότι καβαλούσα μηχανή.
Εκείνο το απόγευμα όμως παραλίγο να ήταν μοιραίο.…
Αρχίζω να κατεβαίνω την κατηφόρα. Κάπου στη μέση πάω να πατήσω φρένο, αλλά μάταια. Με το που έβαλα λίγη δύναμη στα φρένα, κόπηκαν. Είχα μόνο μερικά δευτερόλεπτα για να αποφασίσω αν θα πέσω για να σωθώ ή θα συνεχίσω ευθεία και να ελπίζω να μην περνάνε εκείνη την στιγμή αυτοκίνητα. Τελικά έπεσα, γδέρνοντας αγκώνες, χέρια και γόνατα. Και επειδή όπως είπα πιο πάνω ήμουν φοβερά έξυπνος, αντί να γυρίσω σπίτι, πήγα κανονικά στο μάθημα. Ακόμα θυμάμαι τη λιποθυμιά της δασκάλας μου όταν με είδε. Επίσης θυμάμαι και το σχήμα της παντόφλας στα πισινά μου. Μιγκάτο ήταν αν θυμάμαι καλά…
Η δεύτερη ιστορία
Περίπου 2 χρόνια μετά το περιστατικό με το ποδήλατο, αποφασίσαμε να πάμε μια εκδρομούλα στο Αλεποχώρι (to the fox village, συγνώμη δεν άντεξα…). Εκεί ο πατέρας μου είχε ένα μικρό εξοχικό. Όταν φτάσαμε, είδα πως χτιζόταν δίπλα άλλο ένα σπίτι. Σε αυτό το σημείο να υπογραμμίσω πως το σπίτι βρισκόταν σχεδόν πάνω σε ένα βουνό, με μια μεγάλη κατηφόρα και έναν δρόμο γεμάτο στροφές. Άρχισα να βαριέμαι και έψαχνα τρόπους να διασκεδάσω. Πιο πέρα, είχε ένα καρότσι γεμάτο υλικά από την οικοδομή. Τα μάτια μου καρφώθηκαν σε μια ρόδα. Πήγα δειλά δειλά και άρχισα να παίζω με αυτήν.
Ξαφνικά η ρόδα άρχισε να κυλάει στην κατηφόρα. Φοβήθηκα ότι θα φάω ξύλο και χωρίς να το σκεφτώ άρχισα να την κυνηγάω. Η κατηφόρα ήταν μεγάλη και κάτω είχε χαλίκια. Εγώ φορούσα σαγιονάρες, σορτσάκι και κοντομάνικο μιας και ήταν καλοκαίρι. Λίγο πριν φτάσει η ρόδα στην στροφή, παραπάτησα και σύρθηκα για αρκετά δευτερόλεπτα. Όταν άνοιξα τα μάτια πάγωσα. Το σώμα μου ήταν στον δρόμο και από το λαιμό και πάνω εκτός. Έβλεπα κάτω το χάος.
Αν δεν σταμάταγα εγκαίρως δεν θα την γλίτωνα με τίποτα.
Φυσικά ο πατέρας μου τα είχε δει όλα. Σηκώθηκα και κλαίγοντας έτρεξα και μπήκα στο αυτοκίνητο. Είχα τρομάξει τόσο πολύ που έβαλα μέχρι και τις ασφάλειες. Ο πατέρας μου έσπασε το τζάμι με γυμνό χέρι, με τράβηξε έξω (δεν άνοιξε καν την πόρτα). Μου τράβηξε ένα χαστούκι τόσο δυνατό που άκουσα τις 4 εποχές του Βιβάλντι. Και τότε έκανε κάτι που δεν το περίμενα. Μου έδωσε μια αγκαλιά τόσο σφιχτή που δεν μπορούσα να αναπνεύσω.
Και τώρα πάμε στο δύσκολο κομμάτι…
Μερικά χρόνια μετά, έβλεπα περίεργες κινήσεις από τους γονείς μου. Είχε αλλάξει η εικόνα τους, ο χαρακτήρας τους, όλα. Και τότε το έμαθα. Ο καρκίνος είχε χτυπήσει την πόρτα μας. Το άκουσα κρυφά μια μέρα που το συζητούσαν. Πάγωσα. Είχα μουδιάσει, αλλά ταυτόχρονα εκείνη την εποχή δεν ήξερα ακριβώς τι σήμαινε αυτό. Κάθε μέρα που περνούσε έβλεπα τον πατέρα μου πιο αδύναμο.
Πού είχε πάει εκείνος ο άνθρωπος που θυμόμουν; που παίζαμε… που με κυνηγούσε… Τώρα δεν μπορούσε ούτε να σηκωθεί από το κρεβάτι μόνος του.
Έφτασε η ώρα να μπει στο νοσοκομείο. Ένα βράδυ, κρυφάκουγα που μιλούσε η μητέρα μου με τη νονά μου στο τηλέφωνο. Άκουσα κάτι που τότε δεν το κατάλαβα, αλλά ακόμα με στοιχειώνει…
“Τον περιμένουμε…”
Την επόμενη μέρα πήγαμε να τον δούμε. Είχαμε πάρει και λουλούδια για να του δώσω. Εγώ ήμουν χαρούμενος, γιατί νόμιζα ότι θα βγει επιτέλους από το νοσοκομείο και θα έρθει στο σπίτι. Πίστευα πως όλα θα γίνουν όπως πριν. Όταν του έδωσα τα λουλούδια με αγκάλιασε. Έκλαιγε!
Το επόμενο πρωί, όταν ξύπνησα και πήγα στο σαλόνι, είδα τη νονά μου, τους θείους μαζί με τη μητέρα μου να κλαίνε. Μου είπαν τι έγινε. Είπα ένα απλό εντάξει και κλειδώθηκα στο δωμάτιο. Είχα αρπάξει το μαξιλάρι και έβγαλα όλη μου την οργή εκεί…
Από εκείνα τα χρόνια όλος αυτός ο πόνος είναι μέσα μου. Από τότε προσπαθώ να τον κρύψω πίσω από αστεία. Θέλω να κάνω τους άλλους να γελάνε γιατί έτσι νιώθω και εγώ λίγο καλύτερα. Τελικά αυτό που λένε ότι πολλοί κωμικοί κρύβουν πόνο μέσα τους είναι αλήθεια.
Και κάτι τελευταίο…
Πατέρα, επειδή ξέρω ότι είσαι δίπλα μου και με προσέχεις. Έχε το νου σου για κάποιους καλούς ανθρώπους εκεί πάνω. Τον πατέρα και την αδερφούλα της Νικόλ. Ένα κορίτσι με το όνομα Νικολέτα. Πρόσεχε τους.
Χα! νομίζατε ότι τελείωσα εδώ ε….
Πάνω από όλα θέλω να ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου κάποια άτομα.
Παναγιώτη, μου έδειξες ότι η αγάπη μπορεί να νικήσει τα πάντα. Θα είμαι δίπλα σου.
Φανή, αυτό το “ο Μπατμόμπιλ’’ στον λαιμό μου κάθεται. Άλλα δεν μπορούμε χωρίς εσένα.
Κατερίνα, διαβάστε περισσότερα. Ξέρει εκείνη
Nikol D, αν δεν διάβαζα την ιστορία σου, δεν θα έπαιρνα ποτέ θάρρος να γράψω την δική μου.
Ηλία, ό, τι και να πω για εσένα είναι λίγο. Μακάρι να είσαι όσο πιο ευτυχισμένος γίνεται.
Vrikolakas, τα σέβη μου Κόμη.
Peter Salonica, φτιάξε discord βρε κιαρατά επιτέλους.
Εννοείται όλη την Αγέλη την έχω μέσα στην καρδιά μου.
Ο μούργος σας Old Man Alex
6 Σχόλια
Αλέξανδρε με συγκλόνισε ο τρόπος που είπες τα γεγονότα που σου συνέβησαν,είχες Άγιο και δεν έπαθες κάτι πολύ άσχημο,τώρα στο δύσκολο κομμάτι.Οτι έζησες μπορώ να το καταλάβω και πραγματικά έκλαψα,με συγκινεί το γεγονός ότι εσύ και παιδιά από την παρέα βρήκατε το κουράγιο να στείλετε τις ιστορίες σας,σε αγαπώ πολύ και είμαι πολύ χαρούμενη που σε γνώρισα ❤️!!!
Να είσαι πάντα καλά μέσα από την καρδιά μου. Το ξέρεις ότι χάρης στην δική σου ιστορία πήρα θάρρος να γράψω την δική μου. 💗
Με συγκίνησες βρε Μέταλ brother δάκρυσα να, πραγματικά κάποιος σε φύλαγε και δεν έπαθες κάτι με τις δύο πρώτες ιστορίες που μας αφηγήθηκες , ο μπαμπάς σου είναι μαζί με τον δικό μου να είσαι δυνατός και να είσαι πάντα καλά
💗💗💗
Οτι και να πω είναι λήγω μόνο υγεία χαρά και πάντα όλα να σου πάνε καλά . Να είσαι πάντα καλά καλέ μου φίλε Brothers in metal 🙂
Και εσύ γίγαντα ! Stay Heavy ! 💗