Ο Μπούκι ήρθε στη ζωή μου ξαφνικά, όταν οι άνθρωποι γύρω μου με θεώρησαν “χαμένη” υπόθεση, μετρώντας ήδη 3 απόπειρες να πεθάνω.
Αυτός μου έδειξε πώς να ζω, πώς να συγχωρώ, πώς να μάθω να αγαπάω ξανά. Ένα πλάσμα μόλις 5 κιλάκια, πάνω κάτω, που στα περίπου 7 χρόνια της ζωής του είχε βιώσει όλη την ανθρώπινη κακία και βαρβαρότητα, πράγματα που ούτε άνθρωπος δε θα άντεχε. Πληγές σε όλο το μικρό του σώμα, αλλά και στην τεράστια ψυχή του!
Όταν τελικά τον εγκατέλειψαν έξω από τη φιλοζωική στη Σαλαμίνα (δεμένο από τα 4 ποδια!) ήταν ένα μικρό, τρομαγμένο αγρίμι (σαν κι εμένα).
Προσπάθησαν να του βρουν σπίτι, αλλά σε 1 μήνα άλλαξε 5 διαφορετικά σπίτια, χαρακτηρίστηκε επιθετικός!! Χαμένη υπόθεση, κανείς δεν τον ήθελε!
Εγώ όμως τον ερωτεύτηκα και πήγα και τον πήρα. Τον έφερα σπίτι αγκαλιά, τον πήρα στο κρεβάτι μου κι από εκείνη τη μέρα κοιμόμασταν μαζί.
Δυστυχώς τα τραύματα του τον έκαναν επιθετικό, αλλά και ανήσυχο. Τον ξάφνιαζε το παραμικρό και δάγκωνε, με ότι του είχε απομείνει από δόντια (πιθανότατα μετά από κλωτσιά στο πρόσωπο), αμέσως μετά κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι με το μικρό σαγόνι να τρέμει……και κάθε φορά ξάπλωνα στο πάτωμα κλαίγοντας, ζητώντας του συγγνώμη, λέγοντας του απαλά ότι κανείς δε θα τον μαλώσει ποτέ ξανά.
Έφτασα να έχω πληγές παντού, αλλά σιγά σιγά κατάλαβε ότι για μένα ήταν ο πρίγκιπας μου. Έτριβα την τροφή του, τις λιχουδιές του, γιατί δυσκολευόταν να μασήσει. Είχε μόλις 4 δόντια! Στην πορεία ανακάλυψα ότι είχε πρόβλημα στην κήλη (τον βοηθούσα να κάνει κακά, γιατί πονούσε). Φυσικά το πρόβλημα ήταν κι αυτό από κλωτσιά.
Έτσι τον πήγα στην κτηνίατρο μας να τον δει. Δυστυχώς λόγω της μεγάλης κακοποίησης που είχε υποστεί και της ηλικίας του, κόντευε τα 8, υπήρχε το μεγάλο ρίσκο να πεθάνει στο χειρουργείο.
Κατερεύσαι ο ουρανός στο κεφάλι μου. Δεν ήθελα να τον χάσω. Τον λάτρευα και με λάτρευε.
Ξεκινήσαμε λοιπόν τις λιωμένες τροφές, το λαδάκι για μωρά, οτιδήποτε μπορούσα για να μείνει ζωντανός και να μην πονάει…
Μέχρι τις 16 Ιουλίου 2012.
Εκείνη τη μέρα πήγα με τη μητέρα μου σε ένα κοντινό μοναστήρι. Τον άφησα σπίτι να κοιμάται με την αγαπημένη του κουβέρτα. Όταν γύρισα, πριν μπω σπίτι, ήρθε κοντά μου η αδερφή μου:
Μαρία μου ο Μπούκι μας πονάει πολύ, υποφέρει όλη μέρα, δεν τρώει, ούτε πίνει νερό, θα “φύγει” πάρε τη γιατρό να έρθει……..
Έτσι μου είπε, μπήκα σπίτι κι εκεί στον καναπέ με την κουβέρτα του σήκωσε το κεφαλάκι του ο πασάκας μου και τα ρουμπινένια μάτια του με κοίταζαν με τόση αγάπη. Έτρεμε κι έπρεπε να κάνω κάτι. Του είχα υποσχεθεί ότι δε θα τον ξαναπονέσει κάνεις όσο ζω!
Πήρα τη γιατρό μας να έρθει το πρωί να τον “κοιμήσει”. Ήθελα ένα βράδυ ακόμα μαζί, να μην είναι μόνος, να ξέρει ότι τον αγαπάω κι ότι πάντα θα τον αγαπάω.
Έκατσα δίπλα του στον καναπέ ξύπνια, τον χάιδευα, του μίλαγα. Κάποια στιγμή, γύρω στις 2 τα μεσάνυχτα σηκώθηκε ξαφνικά στα μπροστινά του πόδια και με κοίταξε με ένα σοβαρό ύφος, σα να ήθελε να μου δείξει ότι όλα θα πάνε καλά και ξαφνικά έπεσε κάτω κι εγώ άρχισα να ουρλιάζω με τόση δύναμη που ξύπνησα τους πάντες.
Το τελευταίο πράγμα που ένιωσα πριν τα δάκρυα μου ήταν η μικρή του ανάσα στο πρόσωπο μου, η τελευταία του ανάσα, το πόσο γενναίος ήταν ακόμα και στον θάνατο, περισσότερο κι από άνθρωπο!
17 Ιουλίου 2012 έχασα ένα κομμάτι της ψυχής μου, το άλλο μου μισό (έτσι τον έλεγα).
Ενώ σπάνια κλαίω, την ώρα που σου γράφω τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Πάντα όταν μιλάω για το μικρό μου πονάει, πονάει πάρα πολύ ακόμα κι ας έχουν περάσει 8 χρόνια κι ας έχω 4 σκυλιά!
Μαρία