Η Λάρα βρέθηκε εγκαταλελειμμένη σε ένα βουνό της Πελοποννήσου από ένα ζευγάρι φιλόζωων ορειβατών. Τους πλησίασε φιλικά. Έπαιξαν, τράβηξαν βίντεο, τη χάιδεψαν και γύρισαν στην πόλη τους, την Καλαμάτα.
Πέρασαν 3 μέρες και ο άντρας του ζευγαριού μην αντέχοντας στην ιδέα πως την άφησαν πίσω, γύρισε και την πήρε. Το ζευγάρι ανέβασε ένα βίντεο στο Facebook με τον τίτλο «Ημίαιμο αναζητεί υιοθεσία».
Το βίντεο το είδα ένα πρωινό πριν ξεκινήσω άλλη μια μέρα δουλειάς. Την έδειχνε να τρέχει όλο χαρά σε ένα λιβάδι, ντυμένη στο άσπρο τρίχωμα της με ένα κόκκινο λουρί στο στήθος, που έμοιαζε μάλλον κόσμημα απάνω της. Τα δυο παιδιά να γελάνε με την καρδιά τους και αυτήν να τρέχει, όπως μόνο τα κουτάβια ξέρουν να κάνουν.
Μονομιάς μου έφτιαξε το κέφι.
Σκέψεις σκόρπιες με κατέλαβαν. «Το παιδικό όνειρο να έχω ένα σκύλο…. Θα ήταν τέλειο πια στα 55 να το κάνω….. Τώρα μπορώ….. θα είναι μια τέλεια συντροφιά τις πολλές ώρες της μοναξιάς μου, στους περιπάτους που πρέπει να κάνω για την υγεία μου, στη νέα ζωή που ξεκινάω στην επαρχία …..»
Κυρίως όμως μια σκέψη κυριαρχούσε και δυνάμωνε αυτό το κλικ που γίνεται μέσα μας και που μας κάνει να θέλουμε να προχωρήσουμε για κάποια πράγματα, χωρίς να ξέρουμε καλά -καλά το γιατί και δυσκολεύομαι να την διατυπώσω αλλιώς παρά με τις λέξεις «Με χρειάζεται, την χρειάζομαι!».
Αρχικά ρώτησα με μήνυμα κάτω από το βίντεο αν είχε βρει κάποιον να την υιοθετήσει. Η απάντηση ήρθε άμεσα και ήταν αρνητική.
Άρχισε έτσι ένα διάλογος με τον νεαρό που την είχε διασώσει και ανεβάσει το βίντεο, που σύντομα έγινε τηλεφωνική επικοινωνία. Του έλεγα τις επιφυλάξεις μου, κυρίως όμως αυτήν : «Δεν ξέρω αν μπορώ, αν κάνω για μια τέτοια ευθύνη. Δεν είχα ποτέ πραγματικά ζώο. Αν δεν μπορέσω να ανταποκριθώ;»
Με δυσκόλευε πολύ η σκέψη ότι ζούσα πια σε επαρχία και κάθε μέρα θα έπρεπε να ταξιδεύω Αθήνα για δουλειά και θα έλειπα ώρες πολλές. «Θα είναι σωστό να την αφήνω μόνη;». Οι απαντήσεις που μου έδινε ήταν σύντομες και καθησυχαστικές. Την άλλη μέρα πάλι ένας ίδιος κύκλος.
Τελικά με ρώτησε ποτέ γυρίζω. «Ξημερώματα Κυριακής θα είμαι πίσω», του ειπα. «Θα έρθω για καφέ και να μπορέσεις έτσι να την δεις, χωρίς υποχρέωση. Μόνο για να έχεις την ευκαιρία να την δεις». Αιφνιδιάστηκα, αλλά μου άρεσε η ιδέα. Τι είχα να χάσω ; Μόνο την καρδιά μου………
Κυριακή κατά τις 11 είχαν παρκάρει κοντά στο σπίτι μου. Την είδα να κατεβαίνει από το μικρό αμάξι και με μικρά βήματα να ακολουθεί ήσυχα, λες και ήξερε ότι την παρακολουθούν και δίνει εξετάσεις. Ένοιωσα μέσα μου την καρδιά μου να σπάει. Ήταν λες και την περίμενα πάντα.
Αποφασίσαμε να κάνουμε μια βόλτα κατά μήκος της παραλίας. Όλη την ώρα το εξαμηνίτικο κουτάβι, είχε κολλημένη την μουσούδα του στην πίσω πλευρά του γονάτου του σωτήρα του. Φόβος από όσα πέρασε μέχρι τότε, αλλά και χαρά επαφής μαζί του.
Στα μισά μου έδωσε το λουρί να το κρατάω. Συνεχίσαμε για μια ώρα να περπατάμε και απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις μου με γλυκά μικρά ψέματα και μια μεγάλη αλήθεια: Δεν θα γινόταν ποτέ μέτριου ύψους και βάρους, δεν θα ήταν ποτέ εύκολο πριν ενηλικιωθεί να κρατάει τσίσα και κακά για τις βόλτες της, δεν θα ήταν εύκολο να μάθει στο αμάξι χωρίς να κάνει εμετό και να συνηθίσει πριν περάσουν μήνες, δεν θα ήταν ποτέ εύκολο χωρίς βασική εκπαίδευση ….. και αλλά πολλά, με αλήθεια μεγάλη ότι η χαρά που δίνει το μεγάλο ζώο είναι κάτι ξεχωριστό.
Πριν τελειώσει η βόλτα του είπα ότι δεν θα την ξαναέπαιρνε πίσω. Είχα αποφασίσει να κάνουμε το βήμα.
Μου έδωσε ξηρά τροφή «θα σε βγάλει για 3 μέρες» και το λουρί δανεικό.
Ανεβήκαμε στο σπίτι, την έλυσα στη βεράντα και βγάλαμε την πρώτη φωτογραφία να θυμάμαι τη στιγμή. Όλα ήταν καινούργια. Έκανε τσίσα και κακά στην βεράντα. Βγήκαμε ξανά βόλτα. Επιστροφή πίσω, φαγητό για το βράδυ. Της έδειξα που της έφτιαξα να κοιμηθεί. Λες και κατάλαβε τα πάντα. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε όλη νύχτα εκεί που της έβαλα, χωρίς να με ξυπνήσει τη νύχτα, και από τότε εκεί είναι το κρεβάτι της.
Μου έδειξε ότι μαζί θα μάθουμε έναν καινούργιο τρόπο. Θα αλλάζαμε και οι δυο ζωή.
Αρχίσαμε έναν κύκλο από προσπάθειες. Έμαθε να μπαίνει στην ζωή μου και να ταιριάζει σε αυτήν. Την επέβαλα παντού σαν αναπόσπαστο μέρος της δικής μου ζωής.
Μαθαίνουμε ακόμα ο ένας τις ιδιαιτερότητες του άλλου και προσπαθούμε να συνταιριάξουμε.
Ο κανόνας μας είναι απλός: είμαστε μαζί συνέχεια, όλη την μέρα. Δεν την αφήνω ποτέ, εκτός αν πρέπει να ταξιδέψω.
Μάθαμε κόλπα και τρόπους. Βρήκαμε λύσεις και διεξόδους. Κάποια πράγματα τα κόψαμε, αλλά προσθέσαμε καινούργια. Όπου πάω, πάει και δεν παζαρεύω τη θέση της.
Έγινε παιδί μου και εγώ κηδεμόνας της. Τη φροντίζω με χαρά και απολαμβάνω το βλέμμα της λατρείας της. Χαίρομαι να είναι δίπλα μου και μου θυμίζει συνέχεια μια τρυφερή στιγμή με τα παιδιά μου μικρά να κοιμούνται στο κρεβάτι τους και εγώ να χαίρομαι να ακούω την ανάσα τους όσο ήταν ξαπλωμένα.
Απλές χαρές, αλλά βαθιές.
Όσοι με αγαπούν έμαθαν να την αγαπούν, όσοι με ανέχονται έμαθαν να την ανέχονται. Έτσι άρχισαν όλοι να την βλέπουν όπως εγώ και εγώ πάλι να τους δείχνω πώς να την αντιλαμβάνονται και να την απολαμβάνουν.
Είναι πια σχεδόν δυο χρόνων. Δεν κάνει ποτέ τσίσα και κακά στη βεράντα, περιμένει τη βόλτα της – μικρή ή μεγάλη. Όταν μπαίνουμε στο αμάξι κοιμάται αμέσως. Στο γραφείο σταυρώνει τα πόδια και κοιμάται όσο εγώ θα είμαι εκεί. Φέρεται ώριμα και σωστά.
Καμία φορά γαυγίζει, όταν ακούει θόρυβο η κάτι καινούργιο, σε κάποια σκυλιά ή στα περιστέρια και τις χελώνες. Ξέρω…… Είναι σκυλί και έχει μέσα της έναν κυνηγό.
Αυτό μάλλον την έστειλε και στο βουνό όταν την βρήκαν μόνη και πεινασμένη. Αν δεν ήταν κυνηγός τελικά, ποτέ δεν θα με συναντούσε.
Αρβανίτης Γιώργος
2 Σχόλια
κουκλαρα όντως !
Θα αλλάζαμε και οι δυο ζωή.Την επέβαλα παντού σαν αναπόσπαστο μέρος της δικής μου ζωής. δεν παζαρεύω τη θέση της.Όσοι με αγαπούν έμαθαν να την αγαπούν, όσοι με ανέχονται έμαθαν να την ανέχονται…. λεξεις κλειδια!!!
Αυτο πρεπει να κανουμε ολοι!!!