Γεια σας, με λένε Κήφι εδώ και λίγες μέρες.
Θα σας πω την μέχρι στιγμής ιστορία μου. Ήταν 4 Οκτώβρη, μια ωραία ηλιόλουστη μέρα χουζούρευα μαζί με τα αδελφάκια μου στην αγκαλιά της μαμάς. Με πήρε ο ύπνος γλυκά γλυκά και ονειρευόμουν αγρούς, λουλούδια, πεταλούδες, ζουζούνια. Μες τον ύπνο μου άρχισε να μυρίζει κάτι άσχημα και διάφοροι θόρυβοι σαν βουητό με ξύπνησαν. Άνοιξα τα μάτια μου και νόμιζα ότι είχα γίνει μέρος ενός εφιάλτη…
Βρισκόμουν ανάμεσα σε κάτι μεγάλα τέρατα με μεγάλα φωτεινά μάτια, έκαναν βουμ βουμ και ερχόντουσαν κατά πάνω μου να με φάνε. Πού είναι η μαμά; Πού είναι οι άλλοι να παίξουμε. Φοβάμαι, είμαι μόνος μου, πεινάω, δεν ξέρω τι να κάνω… Κλαίω, φωνάζω, χτυπιέμαι, κανένας δεν με ακούει, κανένας δεν έρχεται να με βοηθήσει, να με πάει πίσω σε αυτούς που με αγαπάνε. Κουράστηκα από το κλάμα και αποφάσισα να ανεβώ σε κάτι μαύρες σακούλες που είχαν κλαδέματα και ήταν ζεστές από τον ήλιο. Μου θύμισαν τη ζεστή αγκαλιά της μαμάς και αποκοιμήθηκα. Ευχήθηκα όταν ανοίξω τα μάτια μου να έχει τελειώσει όλος αυτός ο εφιάλτης.
Εκεί που κοιμόμουνα άκουσα ένα διστακτικό ψιτ ψιτ. Μπα λέω στον ύπνο μου είναι από τη λαχτάρα μου για αγκαλιά. Ξανά ψιτ ψιτ …Μπα ονειρεύομαι, αλλά γιατί κουνιέμαι… Βαριεστημένα και από τον φόβο ότι δεν θα δω αυτό που θέλω ανοίγω τα μάτια μου, βλέπω μια κυριούλα να έχει σταματήσει, να έχει γονατίσει και να μου μιλάει τρυφερά.
” Τι είσαι εσύ καρδούλα μου; Πώς βρέθηκες εδώ μόνο σου στη μέση της Κηφισίας;”
Ξαφνικά νιώθω να με σηκώνει με το ένα χέρι της, να με βάζει στην αγκαλιά της και αυτός ο βόμβος σιγά σιγά να σβήνει. Ένιωσα ασφάλεια δεν κουνιόμουν καθόλου μπας και το χαλάσω, ξυπνήσω και χάσω το όνειρο, μόνο προσπαθούσα να πάω πιο κοντά της, χωνόμουν πιο βαθιά στην αγκαλιά της. Ένιωθα να μας κοιτάνε πολλοί, αλλά δεν με ένοιαζε, ήμουν ασφαλής. Σε πολύ λίγο χρόνο νιώθω να με αφήνει κάτω. Κοιτάω γύρω γύρω… άγνωστο περιβάλλον. Τραπέζι, καρέκλες, καναπέδες… είμαι σε σπίτι! Να χαρώ ή θα μου βγει πάλι ξινό…
“Μην φοβάσαι μωρό μου θα σου βάλω άμμο και φαγάκι. Ελπίζω όταν έρθει η μητέρα να δει τι ωραίο και καλό αγόρι είσαι και να σε κρατήσει.”
Ήρθε η μαμά της, αλλά φοβάται μην με πατήσει γιατί είμαι πολύ μικρός λέει. Η σωτήρας μου, Ε θα σας την λέω, άρχισε να ρωτάει τριγύρω όλους σχεδόν αν θέλει κανένας ένα πολύ όμορφο και καλό γατάκι αλλά μάλλον η φωνή της δεν ήταν πολύ πειστική ή τα μάτια της μαρτυρούσαν τα συναισθήματα της που έλεγαν “όχι δεν τον θέλετε, είναι δικός μου”
Τελικά για να μην σας κουράζω με λεπτομέρειες μετά από δυο τρεις μέρες που κοιμόμασταν αγκαλιά,,την ακολουθούσα από πίσω παντού μέσα στο σπίτι, βρέθηκα μέσα σε ένα κλουβί μεταφοράς να επιβιβάζομαι σε ένα καράβι με προορισμό τις Κυκλάδες. Δεν έκατσα πολύ εκεί μέσα γιατί όλο το ταξίδι το περάσαμε στο κατάστρωμα αγκαλιά. Βρέθηκα λοιπόν σε ένα σπίτι με την Ε, τον άντρα της, ένα τεράστιοοοο σκύλο (τον Ορέστη) που με κυνηγάει συνέχεια, με γλύφει όπου κι αν με πετύχει. Πολύυυ καλός αν και μεγάααλοςςςς
Στο σπίτι μας υπάρχουν ακόμα μια μαμά γάτα (η Λάρα) που δεν με συμπαθεί καθόλου, όλο χου χου μου κάνει και μου δίνει χαστούκια και οι τρεις γιοι της. Ένας στην ηλικία μου (ο Θανάσης, που όλο παίζουμε) και δυο λίγο μεγαλύτεροι (ο Ρόζος και ο Ήλιος, αυτοί προσέχουν μην σπάσουμε τίποτα παίζοντας).
Νομίζω τελικά μετά από όλα αυτά που πέρασα ως τώρα, η ζωή μου χαμογελάει… Πλέον είμαι νησιώτης, πάω βόλτες με την Ε με το αυτοκίνητο της για ψώνια και είμαι περήφανος που επιτέλους μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτή… Την προστατεύω και της δίνω φιλιά πριν πάω για ύπνο. Είμαι ξανά ευτυχισμένος…